Η επιστήμη κάποτε συμβάδιζε με τη φιλοσοφία και έπειτα διαχωρίστηκαν. Μπορεί όμως ακόμα και σήμερα η επιστήμη να βρεθεί κοντά με τις ρίζες της μέσα από την σύνδεση του Διαλογισμού με την Κβαντική Θεωρία Πλανκ, αφού τι είναι η επιστήμη αν όχι μαγεία?
«Ακόμα και η πιο μεγάλη επιστημονική επανάσταση μπορεί να ξεκινήσει από ένα απλό, απίθανο πείραμα.» Αυτό έμελλε να γίνει στα 1900 για την φυσική μέσω του πειράματος που δοκίμασε ο Πλανκ. Το πείραμα αφορούσε την παρατήρηση του εσωτερικού ενός φούρνου την ώρα της θέρμανσης ενός υλικού. Το εσωτερικό του φούρνου εκπέμπει φως του οποίου το χρώμα μεταβάλλεται. Το πείραμα ήταν απλό, έμελλε όμως να φέρει την επανάσταση στην φυσική καθώς το προϊόν αυτού ήταν αυτό που πολλοί γνωρίζουμε ως «πακέτα φωτός» ή καλύτερα κβάντα. Αν και χρειάστηκε να περάσει ένα χρονικό διάστημα ως το 1905 με την έλευση του Αϊνστάιν για να δοκιμαστεί η θεωρία -μιας και ο επιστήμονας εξήγησε το φωτοηλεκτρικό φαινόμενα με βάση την έννοια των κβάντων του Πλανκ- έπρεπε να περάσει άλλο τόσο ως τα 1925, όταν ο Χάιζενμπεργκ θα έφτανε στη διατύπωση μιας θεωρίας, μιας γενικής κβαντικής θεωρίας «η οποία θα εξηγούσε τη συμπεριφορά οποιουδήποτε σωματιδίου σε οποιοδήποτε άτομο ή μόριο.» Η θεωρία του Χαιζενμπεργκ έμεινε γνωστή ως μηχανική μητρών και αποτέλεσε την πρώτη κατάλληλη διατύπωση της κβαντικής μηχανικής. Παρά την συνέχεια και την τελική επικράτηση της θεωρίας του Σρόντιγκερ, θα μείνουμε σε αυτήν του Χάιζενμπεργκ για την ευκολία του άρθρου.
Τόσο ο Πλανκ, όσο και ο Χαιζενμπεργκ έφτασαν στις θεωρίες τους παρατηρώντας την μεταβολή των χρωμάτων του φωτός όταν τα ηλεκτρόνια άλλαζαν ενεργειακές στάθμες σε ένα άτομο, δηλαδή καθώς μεταβάλλονταν σε υψηλότερες ή χαμηλότερες ενεργειακές στάθμες. Ως εκ τούτου από την χαμηλότερη ενεργειακή στάθμη στην υψηλότερη τα μεταβαλλόμενα χρώματα ήταν τα εξής: θολό κόκκινο, φωτεινό κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, γαλαζωπό, λευκό. Στο χρωματικό αυτό φάσμα η χαμηλότερη ενεργειακή στάθμη που παρήγαγε το θολό κόκκινο εξέπεμπε ακτινοβολία μεγαλύτερων μήκων κυμάτων. Όσο ανέβαιναν τα ηλεκτρόνια ενεργειακή στάθμη και η μεταβολή του χρώματος περνούσε από το σκούρο κόκκινο στο λευκό η εκπεμπόμενη ακτινοβολία μεταφραζόταν σε μικρότερη μήκη κύματος. Το φως μικρότερου μήκους κύματος φέρει σαφώς μεγαλύτερη ενέργεια από το φως μεγαλύτερου μήκους κύματος.
Ας κάνουμε μία νύξη για το χρωματικό φάσμα και την Οπτική. Ξεκινώντας τον 17ο αιώνα ο Νεύτωνας απέδειξε πειραματικά ότι το φως αποτελείται από πολλά χρώματα καταλήγοντας στα επτά βασικά χρώματα, τα οποία είναι: κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε, ιώδους (βιολετί), ίντιγκο. Μετά τον Γιανγκ και τον Μαξουελ, μόλις το 1965 έπειτα από πειράματα επιβεβαιώθηκε ότι υπάρχουν κύτταρα στον αμφιβληστροειδή που είναι υπεύθυνα για την αντίληψη τόσο του αμυδρού φωτός, όσο και των χρωμάτων, ξεκινώντας από την αντίληψη φωτονίων μικρού μήκους κύματος (μπλε), σε μεσαίο (πράσινο), σε μεγάλο (κόκκινο). Παρατηρείται ότι η αντίληψη των χρωμάτων είναι καθαρά θέμα κατασκευής μας και έχει να κάνει με το πώς «ερμηνεύονται» τα μήκη κύματος του φωτός από τα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου.
Όλες αυτές οι φαινομενικά ασύνδετες θεωρίες έχουν ένα πράγμα κοινό. Την ερμηνεία των χρωμάτων βάση των μήκων κύματος, της εκπεμπόμενης ενέργειας ή της ενέργειας που χρειάζεται για να μεταβληθούν χρωματικά. Οι περισσότερες από αυτές τις θεωρίες αποδείχτηκαν πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία και αποτελούν μέρος της νεότερης επιστήμης. Ας πάμε τώρα λίγες χιλιετίες πίσω. Τον 5ο αιώνα Π.Κ.Ε σε ένα μέρος του κόσμου μεγάλης σημασίας. Στην Ινδία. Γνωρίζουμε κάποιοι ότι περίπου εκεί έχουμε στοιχεία για την πρώτη ίσως γραπτή θρησκεία, τον Ζωροαστρισμό. Η θεοσοφία εμπλέκεται με τη φιλοσοφία και τον πνευματισμό και την μαγεία όπως επίσης και με την αρχή της «επιστήμης». Ας φέρουμε στο μυαλό μας την πλέον γνωστή σε μας πρακτική της γιόγκα.
Η γιόγκα είναι μια φυσική, νοητική και ψυχική πρακτική. Στόχος της να ενορμονίσει τη φυσική μας υπόσταση με τη συναισθηματική και πνευματική μας υπόσταση. Το φάντασμα στη Μηχανή. Μόνο που μηχανή είναι το σώμα μας. Φαίνεται η διπλή ή τριπλή μας φύση και η προσπάθεια συμφιλίωσης και εναρμόνισης της. Ο άνθρωπος αρχικά έχει ένστικτα. Επιβίωση και αναπαραγωγή. Όσο όμως «ανοίγει» ο νους του αποκτά και άλλες ανάγκες. Η δημιουργία του Θεού ίσως είναι και μία από αυτές. Οι ανάγκες αυτές οδηγούν στην άνθιση του πνευματικού μας κομματιού. Θεωρητικά η φυσική μας πλευρά διαδέχεται την εν μέρει πνευματική, η οποία διαδέχεται την εξ ολοκλήρου πνευματική. Η θεώρηση αυτή αποτυπώθηκε στα τσάκρα, που αποτελούν ενεργειακά κέντρα που διατρέχουν την σπονδυλική μας στήλη και είναι υπεύθυνα για σωματικές, συναισθηματικές και ψυχικές λειτουργίες. Από την βάση στην κορυφή του κεφαλιού μας τα τσάκρα ακολουθούν την σειρά από την φυσική μας υπόσταση στην πνευματική.
Και εδώ βρίσκεται το άξιο προσοχής. Ο χρωματισμός των τσάκρα. Από την βάση προς τα πάνω, κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο χρυσό, πράσινο, ανοιχτό γαλάζιο ή πρασινο-μπλε, κίτρινο ή κιτρινο-πράσινο ή βιολετί και τέλος βιολετί (ίντιγκο) ή λευκό. Η χρωματική επιλογή φαίνεται παρόμοια εάν όχι ίδια με όλα τα παραπάνω παραδείγματα. Είναι η επιλογή των χρωμάτων των τσάκρα τυχαία? Θα μπορούσαν τότε να γνωρίζουν όσα έχουν αποδειχτεί με υψηλά μαθηματικά και πολύ διαφορετικά μέσα σήμερα? Πέρα από τον χρωματισμό όμως που είναι παρόμοιος, παρόμοια θα λέγαμε και την θεωρία. Όσο ανεβαίνουμε στο πνευματικό μας κομμάτι, τόση μεγαλύτερη ενέργεια χρειαζόμαστε. Η σκέψη και η αντίληψη είναι πιο σύνθετη από την κίνηση. Πιο σύνθετη σκέψη χρειάζεται περισσότερη ενέργεια. Το γνωρίζουμε εξάλλου, όταν βρισκόμαστε σε μια έντονη εγκεφαλική λειτουργία χρειαζόμαστε γλυκόζη, δηλαδή ενέργεια. Φυσικά, ακόμα και σήμερα ο εγκέφαλος παραμένει το πιο ανεξερεύνητο κομμάτι του οργανισμού μας. Ένα από τα άλυτα και απύθμενα ζητήματα της Νέας Εποχής.
Θα μπορούσε λοιπόν η επιστήμη και ο κλάδος αυτός για τον οποίο λίγα ξέρουμε να αλληλοσυπληρώνονται? Η επιστήμη αποτελεί το έξω και η πνευματικότητα το μέσα. Εξάλλου γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος, μέρος του όλου, υπακούει σε νόμους παρόμοιους με όσα άλλα απαρτίζουν τον κόσμο αυτόν. Μία μόνο μικρή τέτοια σύμπτωση θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή για να διαπιστώσουμε ότι είμαστε όντως μέρος ενός μεγάλου ενιαίου χώρου, διαφορετικά από όπως ίσως πιστεύαμε.