Πραγματικότητα. Μία λέξη την οποία όλοι χρησιμοποιούμε χωρίς ίσως να έχουμε σκεφτεί το ακριβές νόημα της. Τί είναι η πραγματικότητα; Αυτό που ζούμε καθημερινά, αυτό που βιώνουμε, βλέπουμε, αισθανόμαστε, μυρίζουμε. Αυτό που οι ίδιοι διαμορφώνουμε κάθε μέρα με τις πράξεις μας. Η επιλογή στις πράξεις μας, το να κάνουμε το ένα ή το άλλο. Τι γίνεται όμως με την έκταση ή την ένταση της δράσης μας;
Βιολογική σκοπιά
Εάν θεωρήσουμε πραγματικότητα αυτό που βλέπουμε, αισθανόμαστε ή γενικά βιώνουμε, τότε απλά σημαίνει πως πραγματικότητα είναι αυτό που εμείς ως άνθρωποι καταλαβαίνουμε με τα αισθητήρια όργανα που το είδος μας έχει αναπτύξει ως τώρα. Χωρίς απαραίτητα αυτό κάθε αυτό να είναι η «αντικειμενική πραγματικότητα». Τα αισθητήρια όργανα μας είναι περιορισμένα σε έναν τρισδιάστατο χώρο και σε συγκεκριμένες συχνότητες. Υπάρχει όμως μόνο αυτό;
Ο σκύλος μπορεί να καταλάβει πότε κάτι δεν πάει καλά. Ίσως και κάποιοι άνθρωποι ακόμα, μα το ένστικτο αυτό υπάρχει στην πραγματικότητα του σκύλου, ενώ συνήθως αποκλείεται από την πραγματικότητα του ανθρώπου. Μάλιστα, η πραγματικότητα των ειδών στον πλανήτη μας διαφέρει και ποικίλλει από είδος σε είδος, γιατί ακριβώς η πραγματικότητα είναι η εντύπωση, η αντίληψη του χωροχρόνου στον οποίο μέσα βρισκόμαστε από τα αισθητήρια όργανα μας. Η εντύπωση αυτή είναι που καθορίζει την πραγματικότητα μας, καθιστώντας την υποκειμενική όσον αφορά την βιολογική μας δομή.
Κοινωνική σκοπιά
Πέρα όμως από το βιολογικό κομμάτι μας και το πως ο εγκέφαλος μας ερμηνεύει τον κόσμο γύρω μας, υπάρχει και το φιλτράρισμα που γίνεται από μας βάσει του τρόπου με τον οποίο έχουμε μεγαλώσει. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ένας νεαρός άνθρωπος μεγαλώνει τον καθιστούν ικανό να ερμηνεύσει την δικιά του πραγματικότητα, στην οποία ζει, χωρίς να καταλάβει ή και να θέλει να μάθει ότι υπάρχει κάτι διαφορετικό πέρα από αυτό που βιώνει.
Για ένα παιδάκι στις στέπες της Μογγολίας, δεν υπάρχει ζωή πέρα από το κοπάδι του. Γι αυτό το παιδί η πραγματικότητα είναι αυτή. Το κοπάδι, τα φυσικά φαινόμενα, οι λύκοι που απειλούν τα ζώα του και την επιβίωση του. Πιθανό αυτό το παιδί να μην έρθει σε επαφή με τον «άλλον κόσμο» μέχρι να ενηλικιωθεί ή και να πεθάνει. Αντίστοιχα, ένας γόνος πλούσιας οικογένειας στην Αμερική δεν γνωρίζει πως είναι να μην έχεις φαί ή στέγη, μαθήματα πιάνου ή μαθηματικών, χρήματα για να αποκτήσεις ό,τι μπορεί να θελήσει κάποιος.
Φυσικά τα δύο μου παραδείγματα βρίσκονται στα δύο άκρα, όμως αυτό για να γίνει η διαφορά όσο γίνεται πιο έντονη. Και στις δύο περιπτώσεις ο ένας αγνοεί την κατάσταση του άλλου, ο ένας δεν θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει ότι υπάρχει η περίπτωση του άλλου. Η πραγματικότητα μέσα στην οποία γεννήθηκαν και ζούνε είναι αυτή που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον «κόσμο».
Από την αποδεκτή πραγματικότητα στην αποκλίνουσα
Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει ένα τέτοιο παράδειγμα, που είναι ίσως και το αγαπημένο μου. Παρά την υποκειμενική πραγματικότητα που έχει ο καθένας μας, σχεδόν όλοι ακολουθούμε κάποιους κανόνες που μας πλαισιώνουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πραγματικότητας, της κοινωνικής μας πραγματικότητας. Αυτό το πλαίσιο αποτελείται από τους νόμους του κάθε κράτους , τους κανόνες και τις αποδεκτές συμπεριφορές που έχει νομιμοποιήσει η κοινωνία. Αμέσως, όταν μια συμπεριφορά δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή, περιθωριοποιείται στην καλύτερη ή ονομάζεται επικίνδυνη και καταδιώκεται στην χειρότερη.
Σε αυτό το παράδειγμα ενυπάρχουν τα δικαιώματα των «μειονοτικών» της κάθε κοινωνίας, όμως δεν θέλω να σταθώ σε αυτά εδώ, μιας και έδωσα το παράδειγμα των παιδιών λίγο πιο πάνω. Σε αυτό το σημείο η έννοια της πραγματικότητας θα αναζητηθεί στο πλαίσιο των αποκλίνουσων συμπεριφορών.
Ένας άνθρωπος με αποκλίνουσα συμπεριφορά έχει την δικιά του ερμηνεία της κοινωνίας στην οποία ενυπάρχει. Η διάπραξη φόνου (ας δώσουμε και εδώ το ακραίο παράδειγμα) τον οδηγεί κατευθείαν στην ονομασία του ως αποκλίνουσα συμπεριφορά με ό,τι συνέπειες έχει αυτό ανάλογα τους νόμους δικαίου κάθε κράτους. Το σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος αυτός αξίζει τον σωφρονισμό εφόσον έκανε κάτι για το οποίο γνώριζε την συνέπεια και παρόλα αυτά άσκησε βία σε κάποιο άλλο μέλος της κοινωνίας. Όμως το θέμα του καλού ή του κακού, του σωστού ή του λάθους είναι επίσης σε αυτή τη φάση ανεξάρτητο.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν διαπράξει φόνο το έκαναν μην έχοντας συναίσθηση ότι ασκούν βία σε έναν άλλον άνθρωπο. Η «αντικειμενοποίηση» του στόχου τους, τους έδινε την ψυχολογία να βγάλουν εις πέρας το έργο τους χωρίς να «χαλάσουν» την ψυχή τους. Σε πολλές αναφορές από την αστυνομία τέτοιων δολοφόνων, ο δράστης δεν «καταλάβαινε» ότι κάνει κακό σε άνθρωπο. Η διαστρέβλωση αυτή της πραγματικότητας είναι όντως κάτι ψυχικό, όμως παρότι αναγνωρίζουμε τέτοιες συμπεριφορές ως αποκλίνουσες, δεν γνωρίζουμε εκ των πραγμάτων τι συμβαίνει στον εγκέφαλο των δραστών και για ποιόν λόγο οδηγήθηκαν στην πράξη αυτή.
Ακόμα πιο περίεργο ή παράδοξο είναι οι αποκλίνουσες συμπεριφορές που έχουν γνώση του τι πράττουν και παρόλα αυτά το κάνουν μη θεωρώντας το λάθος. Εκεί προσωπικά είναι που μπερδεύομαι. Ασχέτως του γεγονότος, ότι ένας άνθρωπος παθαίνει κακό και μην αναφέροντας πάλι την πράξη κάθε αυτή, για να οδηγηθεί ένας άνθρωπος να διαπράξει ένα έγκλημα σώας τας φρένας σημαίνει ότι γ’ αυτόν δεν είναι έγκλημα. Σημαίνει ότι στην πραγματικότητα του δεν υπάρχει η έννοια της ηθικής ή του καλού-κακού ή απλά είναι τελείως διαφορετική από την συνηθισμένη συμπεριφορά.
Και εδώ ακριβώς είναι το παράδοξο του συλλογισμού μου. Είναι η διαστρέβλωση της πραγματικότητας στην οποία έχουν χαθεί ή απλά είναι μια άλλη πραγματικότητα, μια άλλη εκδοχή της από την οποία οι “συνηθισμένοι άνθρωποι” είναι αποκλισμένοι; Έτσι φτάνω στο συμπέρασμα ότι, η εκδοχή της πραγματικότητας της συνηθισμένης συμπεριφοράς των ανθρώπων δεν είναι άλλη από τους περιορισμούς που έχει επιβάλει πολιτικά η κοινωνία για την εύρυθμη λειτουργία της. Δεν υπάρχει μία πραγματικότητα, αλλά πολλές, όσες είναι και οι άνθρωποι πάνω στον κόσμο μας.
Στο παράδειγμα-ιστορία του παιδιού ήρωα
Μία φίλη μου, μου είπε μια ιστορία όταν είχαμε παρόμοια κουβέντα. Σ’ ένα τριώροφο σπίτι έπιασε φωτιά. Μέσα βρισκόταν ο 6 ετών γιος και η 1 ετών κόρη, ενώ οι γονείς έλειπαν. Η φωτιά πήρε μεγάλες διαστάσεις και το πιθανότερο ήταν τα παιδιά να μην επιζούσαν. Όμως εν τέλει αποδείχτηκε ότι ο μικρός άρπαξε στην αγκαλιά την αδερφή του και σκαρφάλωσε στην σκεπή του σπιτιού, σώζοντας και τους δύο. Όταν κάποιος ρώτησε ρητορικά τον πυροσβέστη που τους κατέβασε πως το έκανε αυτό ο μικρός, εκείνος απάντησε: «Κανείς δεν του είπε πως δεν μπορεί».
Η ιστορία μπορεί να είναι απλά διδακτική, ωστόσο το νόημα είναι απόλυτα σαφές και αληθινό. Η πραγματικότητα του παιδιού ήταν αυτή που του έδωσε την δυνατότητα να σώσει και τους δύο. Ίσως αν είχε προηγουμένως κάποια κουβέντα με τους γονείς του που θα του υποδείκνυαν ότι δεν θα μπορούσε να το κάνει, να μην είχε σώσει ποτέ την αδερφή του, ούτε τον ίδιο. Ο μικρός δεν είχε κανέναν περιορισμό, έπραξε όσο ελεύθερα και δημιουργικά σκέφτηκε και αυτή η πραγματικότητα τον έσωσε.
Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα που μπορεί να αναφερθούν και πολλές περιπτώσεις ή υποθέσεις πραγματικότητας. Όμως το νόημα του άρθρου ήταν περισσότερο να αφήσει τον σπόρο της σχετικότητας και να αμφισβητήσει αυτό που πολλοί από εμάς θεωρούμε ως πραγματικότητα.