Όσοι γνωρίζουν έστω και λίγο την θεωρία του Megapolisomancy, της Αστυμαγικής Θεώρησης που αποκαλύπτει την ύπαρξη παράλληλων κόσμων που παρεισφρύουν στα όρια του δικού μας μέσα από τα ενεργειακά loci (Πύλες εισόδου και εξόδου προς την μία πραγματικότητα ή την άλλη), θα αναρωτιούνται πως μπορεί να προσεγγιστούν αυτές οι ιδιαίτερες ενεργειακά περιοχές μέσα στις διαδρομές των πόλεων δίχως κάποια εξειδικευμένη εκπαίδευση.
Σαφώς και ολόκληρη η σκιώδης λόγω έλλειψης πληροφοριών θεωρία του Megapolisomancy ενέχει άπειρες απορίες σε σχέση με την πραγματική ύπαρξή της και τις «παλαβές» διαπιστώσεις που κάνει για το παιχνίδι που παίζεται εκεί έξω και που μας αποκρύπτει τις άπειρες δυνατότητες ενός Ενεργειακά Εξελιγμένου ανθρώπου (αλλά και τη σκοτεινή πλευρά των παράλληλων κόσμων και των κατοίκων τους).
Για αυτό και θα επιχειρήσω σε κάποιο μεταγενέστερο άρθρο να αναλύσω την γενική έννοια της Μαγικής θεωρίας που ονομάζουμε Αστυμαγεια (Megapolisomancy) σε μία προσπάθεια να αναζητήσω αν το μυστήριό της μπορεί να αποκαλυφθεί σε όλο του το εύρος (αν και πιθανότατα το ζήτημα αυτό συμπεριλαμβάνεται σε όλη την παραφυσική δραστηριότητα και θεωρία).
Πως μπορεί όμως ένας μέσος άνθρωπος να διακρίνει τα δυσδιάκριτα όρια της εναλλαγής αυτών των διαστάσεων; Υπάρχουν κάποια φανερά στο απαίδευτο μάτι σημάδια ύπαρξης ενός τέτοιου φαινομένου; Φαίνεται πως η Τέχνη της Ψυχογεωγραφίας μας δίνει κάποιες τεχνικές βαδίσματος μέσα στην πόλη, και στις οποίες δίνονται κάποια «υπερ-συνειδησιακά» τρικ που μετατοπίζουν την «πραγματικότητα» του ατόμου κανοντάς τον να ρίξει κλεφτές ματιές σε εκείνους τους άλλους τόπους που κρύβονται μέσα στις πόλεις μας.
Προσεγγίζοντας έτσι μέσα από περιπατητικές τεχνικές εκείνα τα ενεργειακά εστιακά σημεία που ενώνουν τις Γραμμές Ley (περισσότερα στο άρθρο εδώ), που φαίνεται πως είναι και οι σχισμές που ενώνουν τις δύο πραγματικότητες. Ας δούμε παρακάτω:
Megapolisomancy: Περιπατητικές Τεχνικές
Εφησυχασμένοι από τους ρυθμούς της ρουτίνας που υπάρχει στη ζωή και την καθημερινότητα μπορούμε εύκολα να πέσουμε μέσα στην παγίδα της άνετης μα επιπόλαιης ύπαρξης, ανήμποροι να αναλογιστούμε την πιθανή «φυλάκιση» της Καταναλωτικής κουλτούρας σε συνάρτηση με την Υποδούλωση της σύγχρονης πόλης που τείνει να εξαφανίσει την Πολιτισμική ποικιλία και να περιορίσει την ατομική ελευθερία.
Η έννοια της περιπλάνησης στην πόλη χρονολογείται πίσω στην λογοτεχνία των αρχών του 19ου Αιώνα, καθώς οι Συγγραφείς και οι ερευνητές αποπειράθηκαν να συμβιβαστούν με τις νέες πραγματικότητες που εισήγαγε ο Εκμοντερνισμός. Στην εργασία του «The Painter of Modern Life» ο Μποντλαίρ αποκαλύπτει ένα όνομα για τόν Αστικό παρατηρητή,τον Διαδραστικό φιλόσοφο, τον «Πλάνητα» (Flaneur), Παρομοίως με το «Man of the Crowd» του Έντγκαρ Α. Πόε, o Μποντλαίρ περιγράφει έναν άνδρα που έπεσε θύμα της ακαταμάχητης περιέργειας του αστικού τοπίου που τον περιέβαλε, έναν άνδρα που «ψάχνει για αυτό το απροσδιόριστο κάτι» που αποκαλούμε Νεωτερισμό.
Ο Γουόλτερ Μπέντζαμιν πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα την έννοια της άσκοπης περιπλάνησης στην ημιτελή συλλογή του Arcades Project που εξιστορεί τις προσπάθειες του Προμενάδα να αναγνωρίσει την εξέλιξη της πόλης και τις στενώσεις του Καπιταλιστικού Νεωτερισμού. Ο Πλάνητας, αδιαφορώντας για τις σικάτες περιοχές και τα χλιδάτα συγκροτήματα αναζητά και εξασφαλίζει την ελευθερία του μέσα στα όρια της αστικής κουλτούρας ως εξωτερικός παρατηρητής και μονάχα ως παρατηρητής.
Αυτή η ιδέα της περιπλάνησης ακόμη περισσότερο από ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο του 19ου αιώνα, υπάρχει και ως εκθέτης μίας συγκεκριμένης «οπτικής» που συνδυάζει το «μάτι του περιπλανητή με το σκοπτικό βλέμμα ενός Ντετέκτιβ». Αυτή η διερευνητική διαδικασία του Πλάνητα αποδειχθηκε σημαίνουσα για τους αυτόματους φιδογυριστούς περίπατους των Σουρεαλιστών στις αρχές του 20ου Αιώνα.
Οι σουρεαλιστές αναδιατύπωσαν την Τεχνική του Πλάνητα, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον ρόλο της τυχαιότητας που παρεμβαίνει στην δραστηριότητα του Περιπλανητή. Η εκδοχή αυτή αφορούσε την επινόηση πειραμάτων που συμπεριλάμβαναν την τυχαιότητα και την συγχρονικότητα για να εξερευνήσουν το αστικό τοπίο χωρίς να τυφλώνονται από την τεττριμένη καθημερινότητα. Για παράδειγμα, ακολουθούσαν όμορφες κοπέλες μέσα στην πόλη, ή επισκέπτονταν μια πόλη και περιπλανιόντουσαν μέσα της χρησιμοποιώντας τον χάρτη μιας άλλης πόλης.
Ο Υπέρτατος Σουρεαλιστικός στόχος ήταν να ανακαλύψουν ένα ανώτερο πεδίο αλήθειας στο οποίο ο Ρεαλισμός και ο Σουρεαλισμός ενώνονταν καθιστώντας δυσδιάκριτη την διαφορά τους. Παίζοντας με τα τυχαία περιστατικά κατά την περιπλάνησή τους στην πόλη, ο Σουρεαλιστής Πλάνητας αναζητούσε την Ανώτερη επίγνωση της πόλης, που βρίσκεται πέρα από την άμεση πραγματικότητα.
Παρ’όλα αυτά οι ιδέες της Αστικής Εξερεύνησης δεν είχαν αναπτύξει όλες τις προοπτικές τους ώσπου ο Guy Debord και το Κίνημα των Καταστασιακών υιοθέτησαν την ιδέα ως βάση για την ανάπτυξη της Τέχνης του Derive. Οι καταστασιακοί χρησιμοποίησαν μία κριτική και πειραματική τεχνική «μετατόπισης» (Derive) αφήνοντας πίσω όλους τους καταναγκασμούς που απαιτούν πράξεις και κίνηση με σκοπό να εγκαταλείψουν τον εαυτό τους πλήρως στο αστικό τοπίο που τους περιέβαλε.
Το Derive ( Μετατόπιση) είναι στην ουσία η τεχνική του γρήγορου περάσματος μέσα από διαφορετικές «ατμόσφαιρες» που περιλαμβάνουν συμπεριφορές με κατασκευασμένα παιχνίδια του αστικού τοπίου και συνειδητότητα των Ψυχογεωγραφικών επιδράσεων. Οι συμμετέχοντες του Derive πρέπει να αφήσουν τους εαυτούς τους να αλληλεπιδράσουν πλήρως στο αστικό τερέ και την έλξη του και τις διαδράσεις που μπορεί αυτό να επιφέρει.
Η Τυχαιότητα εδώ δεν παίζει μεγάλο ρόλο. Κοιτώντας μέσα από μία οπτική Derive (Μετατόπισης) το Αστικό τοπίο αποκτά ένα ψυχογεωγραφικό περίγραμμα, με συνεχή ρεύματα, στοχευμένα σημεία εστίασης και «δίνες» που με τη δύναμή τους ενθαρρύνουν ή αποτρέπουν την είσοδο ή έξοδο από συγκεκριμένες «ζώνες».Η τεχνική του Derive επιβάλλει την κυριαρχία πάνω στις ψυχογεωγραφικές μεταβλητές μέσω της γνώσης και τον υπολογισμό των πιθανοτήτων τους».