Λίζι Μπόρντεν: ο Μακάβριος Οίκος – Δεν είναι λίγες οι φορές όπου σειρές υπερφυσικού χαρακτήρα, έχουν στο ενεργητικό τους επεισόδια τα οποία είναι βασισμένα σε πραγματικά στοιχειωμένα σπίτια ή μέρη με πραγματική μεταφυσική δραστηριότητα.
Σ’ ένα από τα πολλά επεισόδια της σειράς “Supernatural” (Season 11x05 “Thin Lizzie”), τα αδέρφια Γουίντσεστερ είχαν να κάνουν με το Σπίτι της Λίζι Μπόρντεν. Είχαν αναλάβει να ερευνήσουν μια υπόθεση πολλαπλών δολοφονιών στο πρώην σπίτι της Λίζι, το οποίο πλέον είναι μέρος διαμονής με πρωινό (B&B – Bed and Breakfast). Καθώς προχωράει η ιστορία, ένας από τους ντόπιους, ενημερώνει τα αδέρφια πως είδε το φάντασμα της Λίζι να τριγυρνάει στην περιοχή, την ώρα των φόνων. Στην πραγματικότητα, το σπίτι το οποίο βρίσκεται στο Φολ Ρίβερ της Μασαχουσέτης, ήταν
μέρος όπου έγιναν οι αποτρόπαιοι φόνοι με τσεκούρι το 1892. Η Λίζι Μπόρντεν, κατηγορήθηκε ότι δολοφόνησε τον πατέρα της Άντριου, την μητριά της Άμπιγκεϊλ, πελεκώντας τους με το τσεκούρι μέχρι θανάτου. Δικάστηκε αλλά αθωώθηκε. Το σπίτι της οικογένειας σήμερα είναι όντως Β&Β.
Αλλά ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή.
Η Λίζι Μπόρντεν γεννήθηκε στο Φολ Ρίβερ στις 19 Ιουλίου 1860 και ήταν το τρίτο παιδί του Άντριου Τζάκσον Μπόρντεν και της πρώτης του συζύγου, Σάρα Άντονι. Όταν η Λίζι ήταν τριών χρονών, η μητέρα της πέθανε και ο πατέρας της αργότερα παντρεύτηκε την Άμπιγκειλ Ντέρφι Γκρέι. Ο Άντριου ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας και τραπεζικό στέλεχος, και είχε επιχείρηση στην οποία έφτιαχνε και εισήγαγε φέρετρα. Έβγαλε αρκετά χρήματα από τις απώλειες του Αμερικάνικου Εμφυλίου Πολέμου, αγοράζοντας τις ακίνητες περιουσίες των χήρων που δεν είχαν πλέον την οικονομική δύναμη για να τις κρατήσουν, τις νοίκιαζε πίσω στους ίδιους χήρους και χήρες, αυξάνοντας το ενοίκιο και στην συνέχεια τους έκανε έξωση.
Το σπίτι των Μπόρντεν κατασκευάστηκε σε Ελληνικό Αναγεννησιακό στυλ το 1845, σε μια μεσαίαςτάξης γειτονιά. Η οικογένεια το αγόρασε το 1872. Όντας τσιγκούνης, ο Άντριου συμπεριφερόταν στην οικογένεια του με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζε την επιχείρηση του, υποβάλλοντας την κόρη του και την σύζυγο του σε ακραία οικονομία. Το σπίτι δεν είχε νερό, τουαλέτες με καζανάκια ή ηλεκτρικό ρεύμα, αν και την εποχή εκείνη όλα ήταν διαθέσιμα. Ο Άντριου θεωρούσε πως όλα αυτά είναι ανούσιες πολυτέλειες. Χρησιμοποιούσαν λάμπες με λάδι φάλαινας, δοχείο νυκτός (πορσελάνινο δοχείο που χρησιμοποιούνταν ως κινητή τουαλέτα) και ζεστό νερό το οποίο ζέσταιναν στη σόμπα. Ήταν επίσης γνωστός και για την τσιγκουνιά του στο θέμα φαγητό, όπου υποχρέωνε την οικογένεια του να τρώει ελαφρά σαπισμένο κρέας, αντί να το πετάξουν και για το λόγο συχνά είχαν προβλήματα με το πεπτικό τους σύστημα. Είναι πιθανό όλα τα μέλη της οικογένειας να έπασχαν από συναισθηματική καταπίεση. Η Λίζι μεγάλωσε ως θρησκευόμενο και αφοσιωμένο παιδί και πήγαινε στο Κατηχητικό της Κυριακής. Μαζί με την αδερφή της την Έμμα Λενόρα, ήταν γεροντοκόρες. Πριν τις δολοφονίες, οι μεγαλύτεροι Μπόρντεν υπέφεραν από ασυνήθιστα στομαχικά προβλήματα, και η Άμπιγκειλ απευθυνόμενη στον οικογενειακό τους γιατρό, του είπε πως έχει υποψίες πως κάποιος θέλει να τους δηλητηριάσει.
Το πρωινό της 4ης Αυγούστου του 1892, η Άμπιγκειλ ήταν επάνω και ο Άντριου ήρθε νωρίς στο σπίτι από τη δουλειά, καθώς δεν αισθανόταν καλά. Αν και η τακτοποίηση του ξενώνα ήταν δουλειά της Έμμας και της Λίζι, εκείνη την ημέρα πήγε να το τακτοποιήσει η Άμπιγκειλ. Σύμφωνα με τη εγκληματολογική έρευνα, η Άμπιγκειλ ήρθε αντιμέτωπη με τον δολοφόνο της κατά την επίθεση. Αρχικά χτυπήθηκε στο κεφάλι με το τσεκούρι, με αποτέλεσμα να δεχτεί 17 απανωτά χτυπήματα.
Τα ματωμένα σώματα τους βρέθηκαν του Άντριου στην αίθουσα υποδοχής και της Άμπιγκειλ στο δωμάτιο των ξένων. Και τα δυο σώματα ήταν βάναυσα κομμένα στο πρόσωπο και στο κεφάλι με κάτι που φαίνετε να είναι ένα μικρό τσεκούρι. Την ώρα των φόνων, η καμαριέρα Μπρίτζετ Σάλιβαν, ήταν έξω και έπλενε τα παράθυρα ενώ στη συνέχεια αποσύρθηκε να ξεκουραστεί στο δωμάτιο της, το οποίο βρισκόταν στον τρίτο όροφο. Άκουσε την Λίζι να την φωνάζει αναστατωμένη να κατέβει κάτω, στο δωμάτιο που βρισκόταν νεκρός ο πατέρας της. Η Λίζι είπε πως κάποιος είχε μπει στο σπίτι και τον δολοφόνησε, και πως αυτή βρήκε το πτώμα του. Η Σάλιβαν μαζί με την γειτόνισσα Άντελαϊν Τσόρτσιλ, η οποία ήρθε να βοηθήσει και ανακάλυψαν το πτώμα της Άμπιγκειλ, η οποία ήταν στην ίδια κατάσταση με τον Άντριου. Το σώμα της Άμπιγκειλ ήταν πιο παγωμένο από αυτό του Άντριαν, πράγμα που σημαίνει πως δολοφονήθηκε πρώτη.
Αρχικά, η υποψία έπεσε στον Πορτογάλο εργάτη ο οποίος εμφανίστηκε στο σπίτι νωρίτερα εκείνη την ημέρα και ζήτησε τους μισθούς του. Ο Άντριου τον έδιωξε και του είπε να έρθει αργότερα. Μετά από κάποιες μέρες, οι υποψίες έπεσαν στην Λίζι. Η Έμμα ήταν έξω από το σπίτι την ώρα της δολοφονίας και η Σάλιβαν ήταν επάνω. Κανείς δεν γνώριζε για το που βρισκόταν η Λίζι. Υποστήριξε πως ήταν έξω στον αχυρώνα την ώρα που ο Άντριου δολοφονούνταν, αλλά καθόλου ίχνη από πατημασιές που να δηλώνουν την παρουσία της βρέθηκαν ποτέ. Οι λεπτομέρειες της ιστορίας της συνεχώς άλλαζαν. Το όπλο της δολοφονίας δεν βρέθηκε ποτέ. Τα ρούχα της δεν ελέχθησαν, λόγω κοσμιότητας εκείνη την εποχή. Σε μια έρευνα που έγινε στις 9 Αυγούστου, η Λίζι έδωσε μπερδεμένες και αντικρουόμενες απαντήσεις στις ερωτήσεις που της έγιναν. Ένας οικογενειακός φίλος είπε πως είδε την Λίζι να καίει ένα μπλε φουστάνι της στην σόμπα της κουζίνας, ισχυριζόμενος ότι ήταν καλυμμένο με «παλιά μπογιά». Η Σάλιβαν δήλωσε πως η Λίζι φορούσε ένα μπλε φουστάνι εκείνη την ημέρα. Ένας φαρμακοποιός είπε πως την παραμονή των φόνων, η Λίζι επιχείρησε να αγοράσει υδροκυάνιο.
Αυτό ήταν. Η Λίζι πλέον κατηγορήθηκε για διπλή δολοφονία και δήλωσε αθώα. Η δίκη της ξεκίνησε στις 5 Ιουνίου 1893 στο Νιού Μπέντφορντ και αποδείχθηκε ένα εντυπωσιακό γεγονός για τον Τύπο. Τα κρανία των Μπόρντεν εμφανίστηκαν στη δίκη σαν αποδεικτικά στοιχεία, κάνοντας τη Λίζι να λιποθυμήσει. Η Έμμα κατέθεσε πως η Λίζι ήταν πολύ κοντά με τον πατέρα της και είχε γόρδιους δεσμούς με την μητριά της, αν και την αποκαλούσε παγερά «Κυρία Μπόρντεν» αντί για «Μητέρα» ή παρόμοια. Το δικαστήριο αρνήθηκε να επιτρέψει τα βασικά αποδεικτικά στοιχεία που υποστήριζαν την υπόθεση της εισαγγελίας: την κατάθεση της Λίζι από την έρευνα και την κατάθεση του φαρμακοποιού. Η Λίζι δεν είχε καν ενημερωθεί για το δικαίωμα της να παραμείνει σιωπηλή σύμφωνα με την Πέμπτη Τροπολογία του Συντάγματος. Για μιάμιση ώρα περίπου οι ένορκοι συσκέπτονταν προσεκτικά και επέστρεψαν με την απόφαση τους: Αθώα.
Τα αποτελέσματα μετά την δίκη δεν ήταν και τόσο καλά. Η κοινότητα πήρε έκταση μέσω δημόσιας συζήτησης πάνω στην απόφαση. Αν και νομικά είναι καθαρή, η Λίζι βρέθηκε αποτελεσματικά αποκομμένη από την υπόλοιπη κοινότητα και ο κόσμος την απέφευγε. Τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν, και μάλιστα ορισμένα ανέφεραν ότι η Έμμα και η Λίζι είχαν οικονομικό κίνητρο για τους φόνους και αυτό το έκαναν ξεκάθαρο με το να σκοτώσουν πρώτη την Άμπιγκειλ. Αν την σκότωναν δεύτερη, τότε η οικογένεια της θα κληρονομούσε την περιουσία του πατέρα τους και όχι οι δυο τους.
Οι δύο αδερφές αγόρασαν από μόνες τους ένα καλό σπιτάκι στο Φολ Ρίβερ, όπου η Λίζι το αποκαλούσε “Μάπλκροφτ”. Μετακόμισαν εκεί και το πατρικό τους το νοίκιασαν ως το 1918 όπου και πουλήθηκε. Ήταν ενεργές θεατρικά και συμμετείχαν στους κοινωνικούς κύκλους που ακολουθούσαν οι ηθοποιοί, καλλιτέχνες και συγγραφείς. Το 1905, η Έμμα έφυγε από το σπίτι και έμεινε σε δικό της στο Νιού Μάρκετ, στο Νιού Χάμπσαϊρ (Πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών, βόρεια της Κοινοπολιτείας της Μασαχουσέτης, στην περιοχή των Η.Π.Α πού είναι γνωστή και σαν Νέα Αγγλία). Εκεί άλλαξε το επίθετο της και το έκανε Σμιθ, γιατί όπως ανέφερε, δεν άντεχε να είναι με την Λίζι. Η Λίζι έμεινε στο Μάπλκροφτ για το υπόλοιπο της ζωής της, όπου και πέθανε το 1927, στα 67 της χρόνια. Η Έμμα πέθανε 9 μέρες αργότερα και οι δυο τους θάφτηκαν δίπλα στους γονείς τους στο Όουκ Γκρόουβ του Φολ Ρίβερ.
Ο φόνος παραμένει ανεξιχνίαστος μέχρι και σήμερα. Η Λίζι παραμένει η πιο ύποπτη, αλλά χωρίς άμεσα αποδεικτικά να συνδέονται μαζί της. Δεν έκανε ποτέ ξανά αναφορά πάνω σε αυτό το θέμα και δεν έδωσε κατάθεση ξανά. Επίσης δεν εξηγήθηκε ποτέ πως γίνεται η Σάλιβαν να μην άκουσε δύο ανθρώπους να φωνάζουν ενώ τους δολοφονούν με τέτοια αγριότητα. Η Οικία Μπόρντεν παρέμεινε μέχρι το 1996 ιδιωτική περιουσία και μετά έγινε Β&Β. Το 2003, αγοράστηκε από τους Ντόναλντ Γουντ και Λι Ανν Ουίλμπερ, οι οποίοι ανακαίνισαν το εσωτερικό.
Όπως αναφέρθηκε πιο πριν, ο Άντριου είχε 3 παιδιά. Πέρα από τα δυο κορίτσια, υπήρχε και ένα αγόρι ονόματι Τζον Βίνικαμ Μόρς, από την πρώτη του σύζυγο. Την παραμονή των φόνων είχε μείνει στο σπίτι των Μπόρντεν, ο οποίος ήταν καλεσμένος να μείνει για λίγες μέρες για να συζητήσουν με τον Άντριου επαγγελματικά ζητήματα. Ορισμένοι αρθρογράφοι εκείνη την περίοδο αλλά και μεταγενέστεροι συγγραφείς, θεώρησαν με εικασίες ότι η συζήτηση τους, σχετικά με τη μεταφορά της περιουσίας, μπορεί να βγήκε λίγο εκτός ορίων στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα.
Από το 1996, έχουν αναφερθεί φαινόμενα μεταφυσικής δραστηριότητας. Το δωμάτιο της Μπρίτζετ Σάλιβαν το οποίο βρισκόταν στον 3ο όροφο και οι σκάλες που βρίσκονται δίπλα του είναι ενεργές περιοχές, με κρύα ρεύματα αέρα και αλλαγές στις θέσεις αντικειμένων στο δωμάτιο. Το δωμάτιο αυτό ανήκει στην Λι Ανν όπου και κοιμάται εκεί κάποιες φορές. Στο δωμάτιο αυτό ένιωσε την παρουσία ενός φαντάσματος να την διαπερνά και το οποίο ήταν θλιμμένο και καταθλιπτικό. Επισκέπτες και καλεσμένοι έχουν βιώσει χτυπήματα και σκουντήματα καθώς και φευγαλέες εμφανίσεις από Οπτασίες και Σκιερούς Ανθρώπους. Κάποιοι από αυτούς έχουν τραβήξει φωτογραφίες όπου παρουσιάζονταν ανωμαλίες, όπως φαινόμενα ομίχλης και Orbs. Στην αίθουσα υποδοχής, όπου ήταν και η σκηνή της δολοφονίας του Άντριου, είναι ιδιαίτερα ενεργό σημείο, όπως και το δωμάτιο της Άμπιγκειλ. Οι πόρτες ανοίγουν και κλείνουν από μόνες τους, και κάποιες φορές με δύναμη. Στην κουζίνα, οι κούπες και τα φλιτζάνια του καφέ μετακινούνται από μόνα τους, και μάλιστα υπήρξαν περιστατικά όπου τα φλιτζάνια έπεφταν μέσα στον νεροχύτη. Τα φαντάσματα παιδιών έχουν αναφερθεί πως κάνουν την εμφάνιση τους μέσα στο σπίτι. Αν και δεν έχουν να κάνουν με την υπόθεση της Λίζι, τα παιδιά αυτά είναι τα πνεύματα του Τζέιμς και της Σάλυ, τα οποία ήταν γείτονες και έχασαν την ζωή τους όταν έπεσαν μέσα στο πηγάδι.