Οι σχέσεις των δίδυμων αδελφών έχουν αναλυθεί αρκετές φορές. Είναι πολύ στενές, μυστηριώδεις, ιδιόρρυθμες, και συχνά τους αποδίδονται μεταφυσικές ιδιότητες που τις κάνουν αγαπημένο θέμα για ταινίες και μυθιστορήματα τρόμου.
Η περίπτωση των June και Jennifer Gibbons διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός τέτοιου μυθιστορήματος, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή και στοιχειώνει με τις λεπτομέρειες της.
Οι «Σιωπηλές Δίδυμες», όπως τις χαρακτηρίζει η δημοσιογράφος Marjorie Wallace στο ομώνυμο βιβλίο της, περπατούσαν πάντα συγχρονισμένα, δεν μιλούσαν και προκαλούσαν μεγάλη ανησυχία σε όσους τις συναναστρέφονταν. Αυτά τα «ζόμπι» όπως τις χαρακτήριζαν πολλοί, δεν κατάφεραν να τρομάξουν τη Wallace που τις πλησίασε το 1980 και άρχισε να γράφει τη βιογραφία τους.
Κάποια στιγμή μετά τη γέννηση τους (1963), η οικογένεια Gibbons μετακόμισε στη μικρή πόλη Haverfordwest της Ουαλίας, όπου τα προβλήματα έγιναν μεγαλύτερα. Μέχρι τότε, οι αδελφές δεν είχαν μιλήσει ποτέ σε κανέναν και μεταξύ τους επικοινωνούσαν με μια ιδιαίτερη γλώσσα που μόνο εκείνες καταλάβαιναν. Το Haverfordwest, μια ήσυχη πόλη γεμάτη από λευκούς κατοίκους δεν δέχτηκε εύκολα τις μαύρες αδελφές και οι ιδιαιτερότητες τους μαζί με το χρώμα τους δέρματος τους, έγιναν οι βασικές αιτίες εκφοβισμού τους στο σχολείο. Η άρνηση τους να μιλήσουν, οδήγησε σε μεγαλύτερο αποκλεισμό και τελικά στην πλήρη απόσυρση τους από την τοπική κοινωνία. Η μοναδική τους διέξοδος ήταν το γράψιμο και επιδίδονταν σε αυτό με μανία.
Οι γονείς τους, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τις κάνουν πιο κοινωνικές, τις χώρισαν σε ηλικία 14 ετών και εκείνες αντέδρασαν ανάλογα. Άρχισαν να πέφτουν σε κατατονικές φάσεις και η ζωή τους έγινε ακόμα πιο δύσκολη. Αφού η οικογένεια συμφώνησε, οι γιατροί τις ξανάφεραν σε επαφή και οι αδελφές πέρασαν κάποια χρόνια κλεισμένες στο δωμάτιο τους, παίζοντας θέατρο η μία στην άλλη και γράφοντας συνεχώς ημερολόγιο.
Μέσα από αυτή την κοριτσίστικη συνήθεια, οι δίδυμες έβρισκαν τα λόγια για να εκφράσουν το ζόφο της σχέσης τους που έμοιαζε με φυλακή, το μίσος και την απέχθεια που ένιωθαν στην πραγματικότητα η μία για την άλλη. Η June μάλιστα, έγραψε κάποτε: «Κανείς δεν υποφέρει όσο εγώ, κανείς με μια αδελφή σαν τη δική μου· Με ένα σύζυγο, ναι. Με μια σύζυγο ή ένα παιδί, ναι. Αλλά για μένα η αδελφή μου, αυτή η σκοτεινή σκιά που μου κλέβει το φως του ήλιου, είναι το μοναδικό μου μαρτύριο.»
Στα μάτια της Jennifer, η μεγαλύτερη κατά δέκα λεπτά June, φάνταζε πανίσχυρη, κι η τελευταία διαισθανόταν αυτή τη ζήλια: «Θέλει να είμαστε ίσες. Υπάρχει μια δολοφονική λάμψη στα μάτια της. Θεέ μου, τη φοβάμαι. Δεν είναι φυσιολογική… κάποιος την οδηγεί στην τρέλα. Αυτός ο κάποιος, είμαι εγώ.»
Σε ένα ανατριχιαστικό απόσπασμα από το ημερολόγιο της, η Jennifer ρίχνει ακόμα περισσότερο φως στην δύσκολη σχέση τους που σύντομα θα οδηγούσε στη σωματική κακοποίηση: «Έχουμε γίνει θανάσιμοι εχθροί. Αισθανόμαστε τις ενοχλητικές, θανατηφόρες ακτίνες που εκπέμπουν τα κορμιά μας και τρυπούν το δέρμα μας. Ρωτάω τον εαυτό μου αν μπορώ να απαλλαγώ από τη σκιά μου. Είναι πιθανό ή απίθανο; Χωρίς τη σκιά μου, θα κέρδιζα τη ζωή και την ελευθερία ή θα πέθαινα; Χωρίς τη σκιά μου, που έχει το πρόσωπο της δυστυχίας, της εξαπάτησης, του φόνου.»
Οι λογοτεχνικές απόπειρες των Gibbons είχαν πάντα ως θέμα τη βία και το χάος και τα λίγα βιβλία που έγραψαν δεν είχαν εμπορική επιτυχία. Έτσι, βρήκαν άλλο τρόπο για να τραβήξουν την προσοχή και άρχισαν να επιδίδονται σε εγκληματικές πράξεις. Ενθουσιάζονταν με τις μικροκλοπές, έπνιγαν η μία την άλλη και κατέληξαν να καίνε ολόκληρα κτήρια, αδίκημα που της έστειλε στο δικαστήριο. Η κακόβουλη συμπεριφορά τους σε συνδυασμό με τις κοινωνικές τους δυσκολίες, δεν άφησαν στο δικαστή πολλά περιθώρια και οι αδελφές μεταφέρθηκαν στην ψυχιατρική κλινική Broadmoor.
Στο ψυχιατρείο, οι διαταραχές τους αποδείχτηκαν πολύ σοβαρές και οι γιατροί πίστευαν πως οι αδελφές δεν ήταν απλώς άρρωστες αλλά και επικίνδυνες. Αποφάσιζαν να τρώνε εναλλάξ, με αποτέλεσμα η μία να ενδίδει στο φαγητό ενώ η άλλη λιμοκτονούσε. Παρόλο που ήταν κλεισμένες σε ξεχωριστά κελιά στις δύο άκρες του νοσοκομείου, οι νοσοκόμες τις έβρισκαν συχνά παγωμένες στην ίδια ακριβώς στάση! Αυτό συνεχίστηκε για 11 χρόνια, ώσπου οι αδελφές μεταφέρθηκαν στην κλινική Caswell στην Ουαλία.
Μόνο μία όμως από τις δύο θα επιβίωνε από αυτή τη μετακόμιση, γεγονός που είχε εκμυστηρευτεί η Jennifer στην Wallace στην τελευταία της επίσκεψη στο Broadmoor: «Marjorie, Marjorie, θα πρέπει να πεθάνω. Το αποφασίσαμε». Στο βιβλίο της η Wallace επιβεβαιώνει πως οι δύο αδελφές είχαν κάνει μεταξύ τους ένα μακάβριο συμβόλαιο: Η μία θα έπρεπε να πεθάνει για να καταφέρει η άλλη να έχει μια φυσιολογική ζωή.
Τον Μάρτιο του 1993, σε ηλικία 31 ετών, οι αδελφές μεταφέρθηκαν στην κλινική Caswell. Μόλις έφτασαν, η Jennifer ήταν αναίσθητη. Στο νοσοκομείο αποδείχθηκε πως ήταν νεκρή, με πιθανή αιτία θανάτου την οξεία μυοκαρδίτιδα ή κάποια ξαφνική φλεγμονή της καρδιάς. Οι γιατροί σκέφτηκαν πως θα μπορούσε να έχει δηλητηριαστεί αλλά οι εξετάσεις δεν έδειξαν κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της June, η Jennifer ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο της αδελφής της, πήρε μια τελευταία ανάσα και είπε: «Επιτέλους, τελειώσαμε.»
Η June ήταν πια ελεύθερη να ξεκινήσει τη φυσιολογική της ζωή, να παντρευτεί όπως ονειρευόταν, έναν σύζυγο με μαλλιά σαν του Μπομπ Μάρλευ. Αρρωστημένος, παρανοϊκός ή καπρίτσιο της φύσης, ο δεσμός δεσμό που τις ένωνε, αντικατοπτρίζεται και στο ποίημα της June που βρίσκεται χαραγμένο στην ταφόπλακα της Jennifer: We once were two/We two made one/We no more two/Through life be one/Rest in peace.