Oι Φρουροι της Ερημου, Ο Γεροντας και Ο Σολομωντας: Και τώρα, είπε ο σεβάσμιος γέροντας, στέκεται μπροστά η έρημος, αυτή που καίει τα πάθη και παγώνει την επιθυμία για να δει η ψυχή την άχρωμη φλόγα της δημιουργίας και να νιώσει το μεγαλείο της ύπαρξης.
Και ο νεαρός αποκρίθηκε, «πως μπορεί κανείς να δει μια φλόγα που δεν έχει χρώμα;». Ο γέρος άνδρας κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και όταν μίλησε η φωνή του ήταν ζεστή και ήρεμη. «Και όμως μικρέ μου φίλε γίνεται, όχι με τα σάρκινα μάτια σου αλλά με τα μάτια που γεννιούνται μέσα από το ταξίδι… Αυτά τα μάτια είναι σφυρηλατημένα στα βουνά των επτά μετάλλων, έχουν το φως των επτά χρωμάτων και την μουσική των επτά σφαιρών. Μόνο με αυτά τα μάτια μπορείς να διασχίσεις την αυτήν την έρημο…».
«Και αρκούν αυτά τα μάτια, γέροντα; αρκεί αυτό για να έχω τη θέαση του ακτίστου φωτός;»… ρώτησε ανυπόμονα ο νεαρός. “όχι, δεν αρκεί γιατί στο κέντρο της ερήμου, όταν πια θα διψάς πολύ και όλα τα εφόδια θα έχουν τελειώσει. βρίσκεται μια όαση που έχει δύο βαθειά πηγάδια, το ένα έχει νερό και το άλλο κρύβει την άβυσσο. Εκεί ζει ένας φύλακας και για να πιεις από το πηγάδι και να φας από τους γλυκούς καρπούς των δέντρων και να περάσεις, πρέπει να του δώσεις την καρδιά σου. Αν η καρδιά σου είναι μικρή και μίζερη τότε ο Φύλακας θα σε ρίξει στο απύθμενο πηγάδι της αβύσσου, αν όμως είναι μεγάλη και ευθυτενής τότε θα σε αφήσει, όχι μόνο να πιεις από το πηγάδι με το νερό, αλλά και να περάσεις, για να συνεχίσεις το ταξίδι σου στην έρημο…».
Τότε ο νεαρός κοίταξε απηυδισμένος τον ουρανό και αφού συγκράτησε μια πικρή φράση, που η αλαζονεία της νιότης, του έφερε στο στόμα, απάντησε » Και τότε, τότε επιτέλους θα μπορέσω να αντικρύσω τη Σοφία; Να μπορούσα, μόνο να μπορούσα να της μιλήσω, να την αγγίξω και ας ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα πάνω σε αυτήν την αισχρή γη…». Ο Γέροντας χαμογέλασε και το χαμόγελο του, τον έκανε να μοιάζει παιδί…» Μικρέ μου ανυπόμονε φίλε, μακάρι να μπορούσα να σου πω ναι…. όμως υπάρχει άλλη μία προϋπόθεση, άλλη μια, πώς να στο πω…. Υποχρέωση ας πούμε! Μία και τελευταία και ελπίζω πως δεν θα βαρύνει άλλο η διάθεση της ψυχής σου αν την ακούσεις….».
Ο νεαρός ντράπηκε, χαμήλωσε το κεφάλι και τα μάγουλα του βάφτηκαν κόκκινα, όμως ο γέρος σοφός ακούμπησε το ραβδί του στον ώμο του ενθαρρύνοντάς τον να μιλήσει. «Σεβάσμιε γέροντα, είναι η επιθυμία μου να γνωρίσω, όχι απλά τη μελωδία της Σοφίας, αλλά τον τρόπο που αυτή συνθέτει την ουσία της μουσικής της, που με κάνει βιαστικό. Συγχώρεσέ με και συνέχισε…». » Δεν είναι κακό να επιθυμείς το αγαθό…», είπε ο ασπρογένης ηλικιωμένος, ενώ παράλληλα κάθισε σε μια κοντινή μεγάλη πέτρα για να ξαποστάσει, «το κακό είναι να αποκτήσεις το κλειδί για το αγαθό παράκαιρα, πριν την ώρα του που λένε… και αυτό μας φέρνει στην τρίτη προϋπόθεση. Στο τέλος της ερήμου, ζει ένας τριπρόσωπος άνθρωπος, άνδρας και γυναίκα μαζί, κανείς δεν ξέρει την πραγματική του μορφή, καθώς αυτή η ανθρωπόμορφη οντότητα, συνεχώς, αλλάζει πρόσωπα. Στο δεξί χέρι του κρατά ένα δρεπάνι και στο αριστερό μια κλεψύδρα, στην γη τον λένε χρόνο και είναι το τελευταίο σύνορο της ύπαρξης. Για να τον αντιμετωπίσεις και να απαντήσεις σωστά σε ότι σε ρωτήσει χρειάζεσαι… Νου…καμωμένο από αέρα. Νου που έχει συνηθίζει να βλέπει την πραγματικότητα ως τις εκφάνσεις ενός αιώνιου παρόντος…Που δεν αναγνωρίζει τίποτα ως παρελθόν και μέλλον, παρά μόνο αναγνωρίζει τη στιγμή που διαρκεί αιώνια σαν σταγόνα που αλλάζει συνέχεια αλλά είναι η ίδια απαράλλακτη σταγόνα»…. Ο νέος τότε γύρισε, φίλησε το χέρι του γέροντα και του είπε «φεύγω….», ο ασπρομάλλης γεράκος, διατηρώντας το χαμόγελό του, τον ρωτά με ανυπόκριτο ενδιαφέρον, «που πας; δεν θα πας στην οδό της ερήμου;»…»Ναι», απαντά ο μικρότερος άνδρας, «αλλά πρώτα έχω ένα ταξίδι να κάνω…».
Καθώς όμως έκανε να φύγει ο γέροντας φώναξε “Στάσου, πριν φύγεις έχω κάτι να σου δώσω”. O νέος κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με απορία, προτού αρχίσει να πηγαίνει αργά-αργά προς το μέρος του. Όταν έφτασε πια τον Σοφό τον κοίταξε στα μάτια και εκείνος έβγαλε από το χέρι του ένα σκαλιστό χρυσό δακτυλίδι, του το πέρασε στο μεγάλο δάχτυλο του χεριού του και είπε « Ιδού οι οφθαλμοί σου στον κόσμο των σκιών. Με αυτό θα βλέπεις τα κρυμμένα βασίλεια και ο κόσμος δεν θα έχει πια μυστικά από σένα και τα μάτια σου. Θα σε προστατέψει επίσης από τους κινδύνους που κρύβει ο κόσμος των πνευμάτων. Οι κίνδυνοι των κρυφών βασιλείων είναι πολλοί καθώς εκεί κατοικούν οι αγαθοεργοί άγγελοι αλλά κατοικούν και πλάσματα μοχθηρά, αρχαία όσο ο κόσμος και πολύ πιο παλιά από το ανθρώπινο είδος. Όμως εσύ θα μπορείς να διατάζεις τα πνεύματα επικαλούμενος την δύναμη του δακτυλοθέσιου, που το όνομα του είναι Σαμίρ».
Τότε, μόλις τέλειωσε αυτά τα λόγια, έβγαλε από το λαιμό του μια χρυσή αλυσίδα στην οποία κρέμονταν ένα παράξενο κόσμημα, αποτελούμενο από δύο, εφαπτόμενα στο κάτω μέρος τους, δέλτα. Το ένα κοιτούσε προς τα πάνω και το άλλο προς τα κάτω και τα δύο ήταν σκαλισμένα μέσα σε ένα τέλειο τετράγωνο, ενώ γύρω-γύρω υπήρχαν κάποιες χαραγμένες λέξεις σε μια άγνωστη γλώσσα. Καθώς το πέρναγε, λοιπόν, στο λαιμό του νεαρού, τα μάτια του δάκρυσαν και σέρνοντας το βλέμμα στον Ουρανό είπε “Καρδιάν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός και Πνεύμα Ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου. Ιδού λάβε την Διαθήκη της Σοφίας και τον ζυγό της αναζήτησής σου. Αυτή, από εδώ και πέρα, θα είναι η καρδιά σου και το κλειδί του θησαυρού σου, γιατί όπου είναι η καρδιά του ανθρώπου εκεί είναι και ο θησαυρός του. Όταν στο φουρτουνιασμένο σου ταξίδι συνεχίζεις, παρά τις δυσκολίες και τα βάσανα να ποθείς από έρωτα τη Σοφία, όταν εκείνη παραμένει η ερωμένη και ο πολύτιμος θησαυρός σου, τότε αυτό το μενταγιόν θα λάμπει και θα αστράφτει σαν χρυσός. Όταν όμως την ξεχνάς και χάνεις την ελπίδα σου, τότε αυτό θα θολώνει και δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά ένα κρύο μέταλλο που θα βαραίνει μάταια το λαιμό σου».
Έπειτα ο γέρος παίρνει την ράβδο του και ανοίγοντας την παλάμη του έκπληκτου συντρόφου του, την τοποθετεί μέσα λέγοντας «Η Ράβδος σου και η Βακτηρία σου, αυταί με παρεκάλεσαν… Αυτή θα είναι το στήριγμα των αποφάσεων του νου σου, θα σε βοηθήσει να εστιάζεις την θέληση σου στο κέντρο όλων των πραγμάτων, εκεί που ο χρόνος γίνεται ένα και η στιγμή δεν μετριέται, γιατί υπάρχει πάντα εκεί, εις το διηνεκές, δεν περνά, δεν χάνεται, δεν αναμένει κανένα μέλλον, δεν έχει κανένα παρελθόν, απλά υπάρχει. Το όνομα αυτής της Ράβδου είναι Νούς. Είθε Ψυχή, Σώματι και Πνεύματι να ποθείς την ένωση σου με αυτήν που το όνομα της δοξάζεται ανάμεσα σε Αγγέλους και Ανθρώπους. Τότε τα άδηλα και τα κρύφια της Σοφίας των επτά ουρανών θα σου φανερωθούν και θα αντικρίσεις πράγματα θαυμαστά, πράγματα που θνητός οφθαλμός ούτε είδε ποτέ, ούτε ονειρεύτηκε».
Τώρα, ήταν η σειρά του μικρού άνδρα να δακρύσει, καθώς η μορφή του γέρου άλλαζε. Εκεί που πριν στέκονταν ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος, τώρα βρίσκονταν μια πανέμορφη γυναίκα, ντυμένη σαν ιέρεια, βγαλμένη θαρρείς από χρόνια αρχαία και ξεχασμένα. Τα μάτια της είχαν το χρώμα της θάλασσας, το δέρμα της ήταν λευκό σαν το χιόνι, τα χείλη της ήταν κόκκινα σαν τα πρώτα κεράσια της άνοιξης, ενώ τα μαλλιά της είχαν το χρώμα της ίριδας. Ο νέος δεν μπορούσε πια να αρθρώσει ούτε μία λέξη, μόνο την κοίταζε και έκλαιγε με λυγμούς. Η μορφή της τον έκανε να ξεχάσει ακόμα και την επιθυμία του να την αγγίξει και να της μιλήσει. Τότε εκείνη αφού τον φίλησε στο μέτωπο στράφηκε προς την έρημο και άρχισε να περπατά προς αυτήν. Σε λίγα λεπτά η μορφή της ενώθηκε με τη άλω του καυτού αέρα και χάθηκε στο καφέ φόντο του ορίζοντα και ο νεαρός που ονομάζονταν Σολομώντας κίνησε να φύγει, το ταξίδι του μόλις τώρα ξεκινούσε.
Το κείμενο βρίσκεται δημοσιευμένο εδώ και αναδημοσιεύεται έπειτα από παραχώρηση του Π.Κάρδαρη