«Λένε πως είναι χίλιοι διαόλοι μαζί, που πάνε μονοπαντιστοί σαν να ’ναι ένα σώμα. Όλοι τως είναι άσκημοι, ψηλοί και μαύροι. Έχουνε τριχανουρίνες κεράτες και οργιές και βρωμούνε σα τσ’ εφτά μαύρους σκύλους»*.
Αυτό είναι το Μισιριώτικο Τάγμα, «τάμα» όπως το αποκαλούν οι κρητικοί. Και έτσι περιγράφονται τα μέλη του, οι «μερακλήδες» στρατιώτες του.
Στο νότο του Ηρακλείου, ένα ξακουστό χωριό, τα Καπετανιανά, δεν φημίζεται μόνο για τις ομορφιές και τη φύση του. Είναι διάσημο και για τα φαντάσματα, τα φανταρά, τα «φανταξά» όπως αποκαλούνται χαρακτηριστικά.
Μα υπάρχουν φαντάσματα, τελώνια, τάγματα και διαόλοι; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτό. Άλλοι παραδέχονται ότι υπάρχουν, άλλοι τα ακούν και γελούν. Όμως εκεί, σε αυτό το χωριό, πολλές από τις ιστορίες που χάνονται στα βάθη των αιώνων, βασίζονται όχι μόνο σε μύθους, αλλά και σε μαρτυρίες ανθρώπων. Πολλοί είναι εκείνοι που τα πιστεύουν, κανείς δεν τολμά να διαπιστώσει αν είναι αληθινά…
Την ιστορία του Μισιριώτικου Τάγματος μας εξηγεί ο Γιώργος Γρ. Σταματάκης. Είναι συγγραφέας, ερευνητής, λαογράφος, ιστοριοδίφης, γέννημα θρέμμα των Καπετανιανών. Ο ίδιος, όταν ήταν μικρό παιδί στο χωριό, είχε δει το Μισιριώτικο Τάμα να γλεντά.
«Στην κρητική διάλεκτο το φανταξό, είναι ένας κακός δαίμονας, και το «μερακλίδικο φανταξό» είναι πολύ κακό. Είναι ένα από τα ονόματα που έχουμε αποδώσει στο Μισιριώτικο Τάμα.
Προφανώς η λέξη «τάμα» σημαίνει τάγμα και αναφέρεται στο εκπεσόν τάγμα των αγγέλων, αυτών που έγιναν δαίμονες. Στο χωριό μου λοιπόν, στα Καπετανιανά, πιστεύεται ότι συχνάζει ένα τάμα, δηλαδή μια ομάδα δαιμόνων, που λέγεται Μισιριώτικο Τάμα, από την αραβική λέξη «μησίρι» δηλαδή την Αίγυπτο.
Ζει στον πάτο της θάλασσας κάτω ακριβώς από το χωριό. Το Τάμα το ακολουθούν δεκάδες ιστορίες, παραμύθια και θρύλοι, αλλά και μαρτυρίες».
Κάθε βράδυ…
«Κάθε βραδιά, μόλις σκοτεινιάσει, το Τάμα βγαίνει από τον πάτο της θάλασσας, στην παραλία που είναι νότια στα Καπετανιανά, στα «Βολάκια». Ακολουθεί συγκεκριμένη διαδρομή. Είναι τόσο ζωντανό, τόσο αληθινό, που ξέρουμε με κάθε λεπτομέρεια την συμπεριφορά του.
Μετά την παραλία μπαίνει στον ποταμό του Άη-Γιάννη και πάει ποταμό – ποταμό και φτάνει μέχρι το χωριό. Στη διαδρομή του αυτή υπάρχει εγκαταλελειμμένη μονή του Αγίου Ιωάννη και σχεδόν πάντα κάποια δαιμόνια, ξεστρίβανε και σταματούσαν εκεί για να παρενοχλήσουν τους μοναχούς. Γιατί στους μοναχούς εμφανίζονται πάντα πειρασμοί. Μα εδώ πρέπει να ανοίξω μια παρένθεση, να σας πω μια ιστορία, πριν συνεχίσω με τη διαδρομή του Τάματος».
τάγμα των χιλίων διαόλων : Η μαρτυρία του προ-προπάππου
«Ο προ-προ πάππους μου, Δασκαλάκης Γεώργιος, είχε πάει να γίνει μοναχός στο μοναστήρι του Άη Γιάννη, την εποχή που ζούσε εκεί ο ηγούμενος Γεράσιμος. Ήταν 12 – 13 χρονών παιδάκι, τέλη του 19ου αιώνα, γύρω στο 1880, την περίοδο που είχαν πάει στον Κούδουμα ο Παρθένιος και ο Ευμένιος για να χτίσουν το μοναστήρι. Μια μέρα ο γέρος ηγούμενος ήθελε να πάει στον Κούδουμα για να δει τις εργασίες και κάλεσε τον παππού μου και του είπε: «θα φύγω, θα πάω στον Κουδουμά κι εσύ το βράδυ θα ακούσεις φωνές και τραγούδια – γιατί πάντα αυτή ομάδα τραγουδάει και γλεντάει -. Εσύ αν δεις κάτι ύποπτο θα πας μέσα στην εκκλησία και θα μπεις στο ιερό βήμα και θα σταθείς δίπλα στην Αγία Τράπεζα. Εκεί δεν θα σε πειράξει κανείς».
Έτσι και έγινε. Την ώρα που ο παππούς πήγαινε να κοιμηθεί ξεκίνησε το Μισιριώτικο Τάμα τη βόλτα του. Κάποιοι δαιμόνοι πήγαν στο μοναστήρι και άρχισαν να χορεύουν και τραγουδούν και λέγανε μαντινάδες: «Αν εκοιμάσαι ξύπνησε, και αγρυπνάς κοιμήσου, αλλιώς και πάλι μας εθές, σήκω μικρό μου ντύσου». Αυτό τον τρόμαξε πολύ και πήγε στην Αγία τράπεζα και έπιασε το Ευαγγέλιο και το αγκάλιασε σφιχτά.
Το Ευαγγέλιο είχε μεταλλικό κάλυμμα και ο παππούς είχε από τότε και για πάντα το σημάδι του στο μέτωπο του. Τόσο σφιχτά το είχε αγκαλιάσει. Μάλιστα τους έβλεπε να χορεύουν, καθώς οι σκιές τους έκαναν αντανάκλαση με το φεγγάρι, αλλά μόλις περνούσαν μπροστά από την Αγία τράπεζα χανόντουσαν».
Το Τάμα συνεχίζει τη διαδρομή του
«Το Τάμα προχωράει ποταμό – ποταμό και κάνει διάφορες στάσεις. Η πρώτη, είναι σε ένα σημείο που το λένε «Χορεύτρα τω Δαιμόνω» γιατί εκεί σταματά το Μισιριώτικο Τάμα και κάνει το πρώτο του χορό. Στη μέση κάθονται οι οργανοπαίχτες και γύρω-γύρω χορεύουν όλοι. Βρίσκεται ανάμεσα στα Καπετανιανά και στον Άη-Γιάννη. Εκεί δε φυτρώνει χόρτο πότε, δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ βλάστηση. Είναι ένα στρογγυλό σημείο το οποίο είναι πάντα ξερό και καθαρό. Από εκεί, ξαναμπαίνουν στο φαράγγι και φτάνουνε στη Γούλα, σημείο από το οποίο φαίνεται το χωριό. Από τη Γούλα περνούνε στους Ποταμούς, στου Κάλιστου, στη Καρδιά, στης Κόκκινης το Ρυάκι και μπαίνουν μέσα στο χωριό…».
Άφιξη μαύρη νύχτα στα Καπετανιανά
«Στο χωριό η στάση είναι μεγάλη. Υπήρχε πάντοτε ένα καταραμένο σπίτι που έμπαιναν μέσα και γλεντούσαν. Διάλεγαν το πιο όμορφο, το πιο εντυπωσιακό σπίτι, έδιωχναν τους ιδιοκτήτες και το έκαναν δικό τους. Εμείς ξέρουμε τουλάχιστον τρία τέτοια σπίτια, που τα εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες τους στο πέρασμα των αιώνων. Πως τους έδιωχναν; Με χίλιους τρόπους. Τους έκαναν τη ζωή δύσκολη και μαύρη. Πέθαιναν τα παιδιά τους, πέθαιναν τα ζώα τους, στο τέλος οι ιδιοκτήτες τρελαινόντουσαν και έφευγαν.
Το χωριό και στο βαθος η Γούλα απ΄ όπου βγαίνει το Μισιριώτικο Τάμα.
Πάντα διάλεγαν το καλύτερο σπίτι του χωριού. Κι αν χτιζόταν κάποιο πιο ωραίο, εγκατέλειπαν το παλιό και πήγαιναν εκεί. Το Μισιριώτικο Τάμα, ήταν μια από τις αιτίες που χτίζανε κακόσπιτα οι χωριανοί μας. Γνώριζαν ότι αν έχτιζαν μεγάλα και εμφανίσιμα σπίτια, θα τα πάρει το Μισιριώτικο, που διάλεγε πάντα τα καλύτερα για να στήσει το κονάκι του. Μετά από εκεί πάει στην περιοχή της Μεσαράς και τα ξημερώματα επιστρέφει πάλι στα Καπετανιανά κάνει μια στάση στο σπίτι και πάει πάλι στον πάτο της θάλασσας».
Το ψηλό σπίτι
«Στις αρχές του 20ου αιώνα, ένας κάτοικος του χωριού, ο Δημήτρης Σταματάκης, ο «Δημητράκης» όπως τον αποκαλούσαν, άνθρωπος πολύ ευκατάστατος, παντρεύτηκε μία γυναίκα πολύ πλούσια με μεγάλη κληρονομιά. Αποφάσισε λοιπόν να χτίσει ένα πολύ μεγάλο και εντυπωσιακό σπίτι του και όλοι του έλεγαν να μην το κάνει, γιατί θα του το πάρει το Τάμα. Εκείνος είπε ότι δεν τα πιστεύει όλα αυτά και δήλωσε πως θα χτίσει ένα μεγάλο σπίτι όπως του πρέπει και του ταιριάζει. Έφτιαξε το πιο ψηλό, το πιο εντυπωσιακό σπίτι στο χωριό και μόλις το ολοκλήρωσε και εγκαταστάθηκε εκεί, εμφανίστηκαν οι δαίμονες και του είπαν να φύγει.
Ο θρύλος λέει ότι του συνέβησαν μύρια κακά. Αρχίσαν να πεθαίνουν τα παιδιά του, το ένα μετά το άλλο, η οικογένεια του είχε προβλήματα, του έκλεβαν τα πρόβατα του, λίγο πριν θερίσει τα χωράφια του έπαιρναν φωτιά τα σπαρτά του. Άρχισε να είναι πολύ δυστυχισμένος, έβλεπε συνεχώς σημάδια και μέσα στο σπίτι, θορύβους, χτυπήματα, και αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει.
Εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο να χτίσεις σπίτι στο χωριό και κάποιοι που παντρευόντουσαν, του ζητούσαν να μείνουν εκεί. Ο ίδιος τους εξηγούσε την κατάσταση για να τους εμποδίσει, αλλά πολλοί δεν τον άκουγαν. Αρκετοί επιχείρησαν να μείνουν, για πολύ μικρό όμως χρονικό διάστημα και μετά το εγκατέλειπαν διότι είχαν προβλήματα, έβλεπαν και πολλά σημάδια που τους αναστάτωναν.
Το σπίτι έμεινε έρημο, δεν πήγαινε κάνεις πια να το κατοικήσει, τη νύχτα δεν περνούσαν οι άνθρωποι απέξω. Εγώ όταν ήμουν μικρός, πηγαίναμε με άλλα παιδιά της ηλικίας μου τα βράδια για να δούμε το Τάμα. Τρομοκρατημένα, φοβισμένα σταματούσαμε μπροστά από το σπίτι και μας έλεγαν να μην το κοιτάμε, αλλά να κοιτάμε τον απέναντι τοίχο για να δούμε τις σκιές. Σε εκείνο τον τοίχο λοιπόν βλέπαμε τις σκιές που χόρευαν όταν είχε δυνατό φεγγάρι. Δεν ξέρω αν ήταν η φαντασία μας ή ομαδική παραίσθηση. Βλέπαμε σκιές με κερατά να χορεύουν…».
Ποια και πόσα είναι τα μέλη του Μισιριώτικου Τάματος
«Είναι χιλιάδες, δεν ξέρουμε πόσοι, σίγουρα ένας μεγάλος αριθμός. Λένε ότι στρατολογεί ψυχές που παραστράτησαν. Ανάμεσα τους βρίσκονται φονιάδες που γίνονται δαίμονες και ότι γυρνάει όλο τον κόσμο και τους μαζεύει. Λένε ακόμη ότι κάποιες από τις γυναίκες που έχει το Τάμα, είναι μάνες που έχουν θάψει αβάφτιστά παιδιά. Τα «Τελώνια», παιδάκια που επειδή δεν έχουν βαφτιστεί, δεν τα δέχονται στον κάτω κόσμο και έτσι οι μάνες τους, τους δίνουν την ψυχή τους και εκείνες χωρίς ψυχή πια, μπαίνουν στο τάμα».
Σήμερα το Ψηλό σπίτι υπάρχει. Κανείς όμως ποτέ δεν μένει εκεί το βράδυ.
*Απόσπασμα από το κείμενο του Γιώργου Γρ. Σταματάκη σε άρθρο του στο περιοδικό Κρητικό Πανόραμα. Ο Γιώργος Γρ. Σταματάκης μας παραχώρησε και το φωτογραφικό υλικό.