Ποιά ήταν τα μεγαλύτερα αρχαία ελληνικά μυστήρια;
Η Ελλάδα κάποτε ήταν γεμάτη μυστήριο και πνευματισμό.Η λέξη Μυστήριο στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε το απόρρητο, το μυστικό, το άρρητο μέρος μιας τελετής ή λατρείας οι οποίες δεν γίνονταν φανερές σε άτομα που δεν είχαν μυηθεί. Όπως φαίνεται και ετυμολογικά η λέξη παράγεται από το ρήμα “Μυείν” που σημαίνει κλείνω και αναφέρεται κυρίως στο κλείσιμο των ματιών και του στόματος. Αυτό συνέβαινε γιατί όσοι μυούνταν στα μυστήρια του υπερβατικού, απαγορευόταν να τα ανακοινώσουν σε άλλους μη μυημένους, και έτσι έπρεπε να κρατούν κλειστό το στόμα τους.
Τα αρχαία Μυστήρια ήταν ίσως η ανώτερη πνευματική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν κυρίως κρυφές λατρείες, όπου έπρεπε πρώτα κανείς να μυηθεί, κοινώς να εισαχθεί σε αυτές. Στην συνέχεια ο μυημένος ονομαζόταν Μύστης και το πρόσωπο που τον εισήγαγε σ’ αυτή Μυσταγωγός.
Κάθε μυστηριακή κοινότητα είχε κοινά γεύματα, κοινούς χορούς και ιεροτελεστίες, όπου άνθρωποι που έσμιγαν στον ίδιο χορό, που συμμετείχαν στα ίδια δρώμενα ένιωθαν για πάντα ενωμένοι. Μέσα από την διαδικασία της μύησης, τους παρουσίαζαν τις αιώνιες αλήθειες είτε ήταν φυσικές, είτε ήταν πνευματικές που διατηρήθηκαν στο πέρασμα χιλιάδων ετών.
Από τα λίγα που γνωρίζουμε για αυτά φαίνεται ότι παρουσίαζαν αλληγορικές αναπαραστάσεις που συμβολίζουν τα πεπρωμένα των ψυχών μετά θάνατον, το νόμο και την ενότητα που συνδέουν όλα τα όντα. Επίσης ήταν τελετουργίες για την ευκαρπία της γης, για την πολυπόθητη βροχή. Ποιά ήταν όμως αυτά τα μυστήρια;
Τα μεγαλύτερα αρχαία ελληνικά μυστήρια
Τα Κορυβαντικά μυστήρια
Στα Κορυβαντικά Μυστήρια γίνονταν η μύηση σε κάποιο ανώτερο βαθμό με το λεγόμενο “Κορυβαντισμό”, που αποσκοπούσε στην κάθαρση δηλαδή και αγιασμό με κορυβαντικές ιερουργίες και τελετές. Αυτές είχαν ως σκοπό την απαλλαγή του μυημένου από τα πάθη του παλιού εαυτού του. Εδώ λάμβαναν μέρος τα Ταυροκαθάψια, και η πυρρίχη, ο ένοπλος εκστατικός χορός, που έφερνε τους χορευτές σε ενθουσιώδη έκσταση, τους έκανε να φαίνονται ως μαινόμενοι.
Ο στόχος της μυητικής κορυβαντικής ιερουργίας και τελετής των Κορυβαντικών Μυστηρίων, ήταν οι μυηθέντες να γίνουν «Κουρήτες», δηλαδή οι νεοφώτιστοι να γίνουν φωτισμένοι μύστες του Ιδαίου Δία. Να γίνουν κατά συνέπεια άξιοι για την εισδοχή τους σε ανώτερο βαθμό, στο βαθμό των «Βάκχων – Ιερέων», που τους έδινε το δικαίωμα έπειτα της εισόδου στην τάξη των ανώτερων Μυστηρίων. Αυτό όμως για να γίνει έπρεπε ύστερα από τον ιερό χορό και την αναγνώριση της αξιοσύνης τους μετά την ολοκλήρωση της μυητικής τελετής, να ακολουθήσει η θεία Μετάληψη «της σάρκας και του αίματος» του Διόνυσου Ζαγρέα.
Τα Κορυβαντικά μυστήρια είχαν το σκοπό της προπαρασκευής των νεαρών μυημένων για την ανώτερη τάξη, με την επαφή τους με τις θεϊκές δυνάμεις και της προσφοράς σ’ αυτούς της θείας Δωρεάς με τη μετάληψη του πνευματικού φωτός και την καθιέρωσή τους στο βαθμό των ιερέων του θεού Δία.
Τα Διονυσιακά μυστήρια
Ο Διόνυσος ήταν ο νεότερος θεός που εντάχθηκε στο Ελληνικό πάνθεο και ο μοναδικός που γεννήθηκε πέθανε και αναγεννήθηκε. Οι ιερές τελετές του Διονύσου γιορτάζονται κάθε δυο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη στον Παρνασσό, και σε αυτά έπαιρναν μέρος μόνο οι γυναίκες Μαινάδες ή Βάκχες ή Θυϊάδες, οργανωμένες σε θιάσους. Οι Μαινάδες αποτελούσαν τις ιέρειες του Διονύσου, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στο Θεό Διόνυσο, και αποτελούσαν το ιερατείο της διονυσιακής λατρείας.
Οι Βάκχες πριν την τέλεση των διονυσιακών τελετουργιών υποβάλλονταν σε διάφορα τελετουργικά κάθαρσης, που περιλάμβαναν νηστεία, και σεξουαλική αποχή. Κατά την διάρκεια των τελετουργιών οι Βάκχες «βάκχευαν», έπεφταν δηλαδή σε «θρησκευτική μανία», δια μέσου των τελετουργικών χορών, τραγουδιών, και κραυγών υπό των ήχο κυμβάλων.
Τότε οι Βάκχες δρούσαν αλλόφρονες σε κατάσταση ακαταληψίας υπό την επήρεια του πνεύματος που τις είχε καταλάβει. Εδώ ανιχνεύεται και ο Διονυσιακός μυστικισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο Διόνυσος ενωνόταν με τις ψυχές των μυημένων μέσω της τελετουργικής «έκστασης».
Όλοι οι λάτρεις μαζεύονταν από τις γύρω περιοχές στεφανωμένοι με κισσό και φορώντας δέρματα ελαφιού. Όταν έφταναν και οι μύστες άρχιζαν όλοι να τραγουδάνε έναν ύμνο για τον θεό. Στο τέλος αναφωνούσαν «Ευοΐ Βάκχε, Ευοί». Καθώς προχωρούσε η μέρα οι χοροί και τα τραγούδια δυνάμωναν κάτω από τους ήχους των αυλών και των τυμπάνων, αλλά και της λύρας που ήταν το αγαπητό όργανο του Ορφέα. Όταν έπεφτε η νύχτα, το σκηνικό άλλαζε, γιατί οι υποψήφιοι ετοιμάζονταν για τη μύηση.
Αυτή γινόταν σε ένα υπόγειο άντρο, ένα θολωτό σπήλαιο όπου έμπαινε κανείς μέσα από μια μυστική είσοδο. Η σπηλιά φωτιζόταν με δαδιά και από φυσικές ρωγμές του εδάφους έβγαινε θερμός αέρας από τα έγκατα της γης. Σε ένα βωμό έκαιγε δάφνη και η ατμόσφαιρα γινόταν πιο μυστηριακή με την παρουσία μιας Σφίγγας. Τι αποκαλυπτόταν εκεί στον υποψήφιο; Κανένας δεν άφησε γραπτή μαρτυρία.
Η διονυσιακή λατρεία των Ορφικών πέρασε στους Δελφούς, όπου λέγεται πως ήταν θαμμένο το σώμα του Βάκχου, γιατί σύμφωνα με μια παράδοση ο Απόλλωνας πρόλαβε και πήρε το διαμελισμένο σώμα του και το έθαψε στους Δελφούς. Κάθε δύο χρόνια γίνονταν στις πλαγιές του Παρνασσού τα λεγόμενα Διονυσιακά Όργια (από τη λέξη έργο, δηλαδή τελετές και ιερουργίες).
Ως γιος της Δήμητρας και αδελφός της Περσεφόνης, ο Βάκχος έπαιζε μεγάλο ρόλο στα μυστικά δρώμενα των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Στην Ελευσίνα ήταν γνωστός σαν μυστικός Ίακχος (ίακχος λεγόταν και η πομπή των Αθηναίων στα Ελευσίνια Μυστήρια), δηλαδή κύριος και γνώστης των ιαχών. Αυτές οι ιαχές ήταν λέξεις δίχως κανένα νόημα, ήταν όμως «λέξεις δύναμης» που εκφωνούσαν οι ιακχάζοντες λάτρεις του μέσα στην ιερή μανία τους. Εδώ ο Ίακχος αντιπροσώπευε τον «οίνο» και η Δήμητρα τον «άρτο», αφού ήταν θεά των δημητριακών.
Από τις τελετές αυτές προήλθε το αρχαίο θέατρο, τα Μικρά και Μεγάλα Διονύσια. Τα Διονύσια όπως και τα Λήναια στην Αθήνα ήταν αφιερωμένο στον Διόνυσο. Ο Βάκχος ήταν θεός νυκτάλιος, γι αυτό και οι τελετές του ονομάζονταν νυκτόλια. Είναι ο νυχτερινός ήλιος που φωτίζει και αποκαλύπτει τις μυστικές πτυχές του υποκειμενικού κόσμου του ανθρώπου.
Με αυτό το φωτισμό η ψυχή εξαγνίζεται, ζει και πάλι τη θεία ευδαιμονία και ενώνεται με το πνεύμα. Αντιπροσωπεύει επίσης την πορεία του ήλιου από τη φθινοπωρινή ισημερία έως την εαρινή ισημερία, γι’ αυτό και όλες οι γιορτές προς τιμήν του τελούνταν σ’ αυτό το διάστημα.
Τα Ορφικά μυστήρια
Ο Ορφέας στάθηκε το έμψυχο πνεύμα της ιερής Ελλάδας, αυτός που αφύπνισε τη θεία ψυχή. Αυτός καθιέρωσε τη βασιλεία του Δία στη Θράκη και του Απόλλωνα στους Δελφούς, που έβαλε τις βάσεις του Αμφικτιονικού Συνεδρίου, το οποίο υπήρξε η κοινοτική ενότητα της Ελλάδας. Με τη δημιουργία των Μυστηρίων διαμόρφωσε τη θρησκευτική ψυχή της πατρίδας του.
Στα Ορφικά Μυστήρια υπήρχαν διάφορες τελετουργίες εξαγνισμού, και διάφορες αποχές όπως η απαγόρευση της κρεοφαγίας. Ο Ορφισμός επηρέασε και τον Πυθαγόρα που έγινε ζηλωτής του τρόπου έκφρασης του Ορφέα. Στα χρόνια δε του Πεισίστρατου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα Πυθαγόρεια. Όσοι μυούνταν στα Ορφικά Μυστήρια τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια μυστικές διατάξεις, οι οποίες είχαν μεγάλης ομοιότητα με τις Πυθαγορικές αρχές.
Αποτελούνταν από 9 βαθμούς και διαιρούνταν σε 3 κατηγορίες. Σε αυτά που αφορούσαν τη διαμόρφωση του ανθρώπου κι έδειχναν την προέλευσή του, σε αυτά που δίδασκαν τις δυνάμεις της φύσης, τις ποικιλίες των οργάνων των διαφόρων μορφών και μεγάλα και ιερά στα οποία δεν έπρεπε να αναφέρουν ούτε λέξη για την ύπαρξή τους.
Στην πρώτη ομάδα μυούνταν άντρες και γυναίκες και υποβάλλονταν σε πενταετή σιγή. Στη δεύτερη μυούνταν μόνο εξαγνισμένοι στο σώμα και στο νου και καθαροί από ανομήματα. Στην τρίτη μυούνταν μόνο φωτισμένοι και εμπνευσμένοι νέοι και αγνές κοπέλες με ψυχικό κάλλος.
Οι Ορφικοί Ύμνοι, μύθοι και εξορκισμοί αν και γραμμένοι σε διαφορετικές εποχές από διαφορετικούς συγγραφείς -μολονότι το όνομα του Ορφέα αρκετές φορές δεν αναφέρεται πουθενά- εκφράζουν θέματα που εντάσσονται στα πλαίσια του Ορφισμού.
Μιας ονομασίας που έφτασε να είναι θρησκευτική τάση αν και μερικοί μελετητές τον θεωρούν ως θρησκεία που είχε εισαχθεί από άλλες χώρες, ενώ άλλοι ως αίρεση και άλλοι ως ρεύμα ελληνικής προέλευσης με ξένες επιδράσεις, όπως η αντίληψη της Ορφικής Κοσμογονίας με το Κοσμικό Αυγό και η αθανασία της Ψυχής με την αντίληψη του Ορφικού Τροχού ή του Κύκλου του ακατάπαυστου εξαγνισμού.
Τα καβείρια μυστήρια
Η θεμελιώδης διδασκαλία των Καβείριων μυστηρίων αφορούσε «τη γέννηση του ανθρώπου και η κάθοδος της ψυχής του στον Αίδη για να μάθει την αλήθεια και η επιστροφή της στη Γη των Μακάρων». Στην λατρεία των Καβείριων μυστηρίων πρωτεύοντα ρόλο έπαιζε το Πυρ, από όπου φαίνεται ότι πήραν και το όνομα τους από την ρίζα της λέξης κάειν-καίω Κάβειροι. Η λατρεία των Καβείρων σχετίζονταν με τον Ήφαιστο τον Θεό της φωτιάς, αλλά και των τεχνών από τον οποίο ο Προμηθέας έκλεψε το πυρ για να το παραδώσει στους ανθρώπους.
Οι τελετές είχαν ως επίκεντρο την Λήμνο και την Σαμοθράκη, και είχαν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που τα διαφοροποιούσε από τα υπόλοιπα Ελληνικά μυστήρια, καθώς είχαν δικαίωμα συμμετοχής σε αυτά άνθρωποι δίχως διάκριση φυλής, κοινωνικής τάξης και φύλου.
Κατά την μύηση ο μυούμενος καθόταν σε θρόνο, για αυτό και η μύηση λεγόταν και θρονισμός. Στο κεφάλι του μυημένου τοποθετούσαν στεφάνι ελιάς, ενώ στην κοιλία του περνούσαν πορφυρή ταινία και κατόπιν ακολουθούσε χορός γύρω από τον μυούμενο. Εκτός του ιερέα εξομολογητή υπήρχε και το δικαστήριο των Ανακτοτελεστών ή κατηχητών ιερέων, οι οποίοι έκριναν εάν ο υποψήφιος άξιζε να μυηθεί ή όχι.
Κατά τον Δαμάχο στο περί μυστηρίων έργο του, αναφέρει πως το θείο δράμα περιλάμβανε τον μύθο του φόνου του Καδμίλου από τα αδέρφια του, και την τελική ανέγερσή του με την βοήθεια των αδελφών του και πάλι. Ο ιερέας μετά τους εξαγνισμούς οδηγούσε τον μύστη στο άβατο του Ιερού, όπου παρακολούθησε το θείο δράμα, για να γίνει ο ίδιος ο μυούμενος συμβολικά ο Καδμίλος, ο οποίος φονεύεται από τα αδέλφια του και μεταφέρεται στον Κάτω Κόσμο.
Όταν αναγεννάται ο αναγεννημένος Καδμίλος, ο Μύστης είναι ένας νέος πνευματικός άνθρωπος , ο οποίος έχει γνωρίσει τα μυστικά της ζωής και του θανάτου. Οδηγείται τότε να καθίσει στον ιερό θρόνο, μπροστά από τον οποίο έκαιγε το ιερό πυρ, στεφανωμένος με ένα κλαδί ελιάς και μία πορφυρή ζώνη. Γύρω του οι ιερείς έψελναν Ιερούς ύμνους, υπό τους ήχους μουσικής και μυστηριακών τραγουδιών.
Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο κάθε χρόνο και σε ορισμένο χρόνο στην Λήμνο (που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Αιθαλιά) κατά την διάρκεια των εορτών των τελετών, έσβηναν όλα τα Φώτα στο νησί επί εννέα ημέρες, μέχρι να έρθει με πλοίο από την Δήλο το νέο πυρ. Γι αυτό τον λόγο και η λαμπάδα ήταν το σύμβολο των Καβείρων.
Τα Ελευσίνια Μυστήρια
Η παράδοση ανάγει την ίδρυση των Ελευσίνιων Μυστηρίων στην εποχή του βασιλέως των Αθηνών Πανδίονος, δηλ. στη Μυκηναϊκή Περίοδο, περί το 1350 π.Χ. Είναι ωστόσο σίγουρο -κατόπιν των ανασκαφών στην Κνωσό – ότι και τα Ελευσίνια Μυστήρια ανάγονται στην Μινωική Εποχή. Ο σκοπός των Ελευσίνιων Μυστηρίων δεν ήταν άλλος, παρά να δώσει τη γνώση στον άνθρωπο ότι είναι αθάνατος, όχι βέβαια σαν σώμα αλλά σαν ψυχή. Τα Ελευσίνια μυστήρια διακρίνονταν στα Μικρά και στα Μεγάλα. Τα μικρά τελούνταν στην Άγρα, προάστιο των Αθηνών, κοντά στον Αρδηττό στις όχθες του Ιλισού. Τα μικρά μυστήρια τελούνταν σε τρεις περιόδους:
Α) κατά τον μήνα Ανθεστηρίωνα (Φεβρουάριο-Μάρτιο)
Β) μετά από επτά μήνες (Σεπτέμβριο)
Γ) μετά από ένα έτος από την πρώτη τέλεση
Η πρώτη περίοδος είχε ως τόπο τέλεσης την Άγρα, ενώ οι δύο επόμενες την Ελευσίνα. Τα μικρά μυστήρια ήταν προπαρασκευαστικά και καθαρτικά στάδια για την μύηση στα μεγάλα, ή εποπτικά μυστήρια που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια , και είχαν διάρκεια εννέα ημέρες. Οι τελετουργίες της μύησης διακρίνονταν στα δρώμενα, τα δεικνώμενα και τα λεγόμενα. Δρώμενα ήταν χρήση των ιερών αντικειμένων, δεικνυώμενα όλες οι θεώμενες παραστάσεις, και λεγόμενα ήταν οι συμβολικές φράσεις των μυστών.
Από την έβδομη και μετά ημέρα τελούνταν τα κυρίως μυστήρια. Οι βέβηλοι και οι μη “καθαροί” έβγαιναν, ενώ οι υποψήφιοι εισέρχονταν στο εσωτερικό του ναού. Οι μύστες νήστευαν, έπιναν τον Κυκεώνα και κλείνονταν στο Τελεστήριο με τον ερχομό της νύχτας, όπου ελάμβαναν χώρα τα “Δρώμενα”, για το οποία γνωρίζουμε λίγα πράγματα. O Ιεροφάντης έδειχνε στους μύστες τα “Δεικνύμενα” (δηλ. τα ιερά που φυλάσσονταν στην ιερή κίστη, στο άδυτο του Τελεστηρίου).
Οι μύστες οδηγούνταν υπό το φως των πυρσών σε σκοτεινά υπόγεια σπήλαια τα οποία συμβόλιζαν τον Άδη και στην συνέχεια τους οδηγούσαν σε ένα φωτεινό δωμάτιο, που αντιπροσώπευε την κατοικία των ευδαιμόνων. Στην συνέχεια ακολουθούσε η Εποπτεία, η πεμπτουσία ουσιαστικά των μυστηρίων, που ήταν η άμεση επικοινωνία με το “Θείο”.
Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι μύστες μέσα στο άδυτο του Τελεστηρίου έβλεπαν και βίωναν ένα συγκλονιστικό όραμα μπροστά από μια μεγάλη απόκοσμη φωτιά ή λάμψη! Η εμπειρία αυτή έπειθε τους μύστες περί της Προΰπαρξης και της Αθανασίας της ψυχής, αλλά δυστυχώς, για το πώς επιτυγχάνετο αυτή η διαδικασία, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα!
Την τελευταία ημέρα γίνονται οι σπονδές στους νεκρούς και άρχιζε η επιστροφή των Μυστών στην Αθήνα. Την τελευταία ημέρα η καλούμενη ως “πλυμοχόων” ή “καταλισκών”, σημείωνε την λήξη των εορτών. Οι μύστες επέστρεφαν στην Αθήνα. Δύο πήλινα αγγεία γεμισμένα με νερό τοποθετούνταν προς την ανατολή, και την δύση του ναού και ανατρέπονταν. Η ημέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στην λατρεία των δαιμόνων και των νεκρών.